- σχολιάζω
- commenter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σχολιάζω — σχολιάζω, σχολίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχολιάζω — ΝΜ γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω νεοελλ. 1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων 2. επικρίνω 3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σχολιάζω — σχολίασα, σχολιάστηκα, σχολιασμένος 1. κάνω κριτική: Σχολιάστηκαν δυσμενώς οι δηλώσεις αυτού του πολιτικού. – Σχολιάζουν οι υπάλληλοι τη συμπεριφορά του προϊσταμένου τους. 2. γράφω σχόλια, υπομνηματίζω: Ο Ευστάθιος σχολίασε τον Όμηρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολιάσαντες — σχολιάζω write scholia aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχολίασται — σχολιάζω write scholia perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνηματίζω — ὑπομνηματίζω, ΝΑ [ὑπόμνημα, ατος] συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω αρχ. (κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι… … Dictionary of Greek
ασχολίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν συνοδεύεται από σχόλια ή από ερμηνευτικό υπόμνημα 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε δημόσια κρίση ή συζήτηση 3. εκείνος εις βάρος του οποίου δεν έγιναν σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχολιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1761… … Dictionary of Greek
ηθικολογώ — έω 1. μιλώ για ηθική, διδάσκω ηθική 2. σχολιάζω και κρίνω τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη] … Dictionary of Greek
κουβεντιάζω — [κουβέντα] 1. συνομιλώ, συζητώ 2. διαπραγματεύομαι κάτι, τό συζητώ με κάποιον λεπτομερώς 3. καθοδηγώ, δασκαλεύω («τόν έχουν κουβεντιάσει, γι αυτό άλλαξε στάση απέναντί μου») 4. κακολογώ, σχολιάζω δυσμενώς, επικρίνω («τόν κουβεντιάζει όλο το χωριό … Dictionary of Greek
παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… … Dictionary of Greek
προσσημειώ — όω, Α 1. διαστίζω επί πλέον, στιγματίζω με έγκαυση ακόμη πιο πολύ («προσσημειοῡν ἐπὶ ποδός», επιγρ.) 2. μέσ. προσσημειοῡμαι, όομαι (σε κείμενο) προβαίνω σε σημειώσεις, σχολιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σημειῶ (< σημεῖον)] … Dictionary of Greek